κανοναρχώ

κανοναρχώ
κανοναρχώ και κανοναρχάω και καλοναρχώ και καλαναρχώ κανονάρχησα και καλονάρχησα και καλανάρχησα, κάνω το έργο του κανονάρχη: Κανοναρχάει στην εκκλησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κανοναρχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • κανοναρχίζω — και καλοναρχίζω [κανονάρχης] κανοναρχώ*. και καλοναρχίζω κανοναρχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κανοναρχῶ*] …   Dictionary of Greek

  • канонарх — конарх тот, кто читает канон в церкви , цслав., др. русск. канонархъ из греч. κανονάρχης – то же. Сюда же канонархать, конархать читать каноны, которым вторит хор , укр. канархати, блр. канархаць, цслав. канонархати. Из греч. κανοναρχῶ читаю… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • конархать — читать каноны в церкви , церк., др. русск., цслав. конархати (Геннад., 1496 г.; см. Срезн. I, 1268), блр. канархаць просить , укр. канархати влачить жалкое существование . Из греч. κανοναρχῶ саnоnеs lеgеrе (Дюканж); см. Фасмер, Гр. ст. эт. 76, и… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ακανονάρχητος — η, ο και ακαλανάρχητος, η, ο [κανοναρχώ] 1. (τροπάριο) που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα* 2. μτφ. εκείνος που δεν τού δίνουν μονότονες και ενοχλητικές παραινέσεις 3. μτφ. όποιος λέει κάτι χωρίς να τού τό υπαγορεύουν άλλοι …   Dictionary of Greek

  • καλαναρχώ — έω [καλανάρχος] 1. κανοναρχώ*, εκτελώ το έργο τού κανονάρχη 2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;») …   Dictionary of Greek

  • καληναρχώ — βλ. κανοναρχώ …   Dictionary of Greek

  • καλοναρχώ — έω βλ. κανοναρχώ …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”