κανοναρχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… … Dictionary of Greek
κανοναρχίζω — και καλοναρχίζω [κανονάρχης] κανοναρχώ*. και καλοναρχίζω κανοναρχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κανοναρχῶ*] … Dictionary of Greek
канонарх — конарх тот, кто читает канон в церкви , цслав., др. русск. канонархъ из греч. κανονάρχης – то же. Сюда же канонархать, конархать читать каноны, которым вторит хор , укр. канархати, блр. канархаць, цслав. канонархати. Из греч. κανοναρχῶ читаю… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
конархать — читать каноны в церкви , церк., др. русск., цслав. конархати (Геннад., 1496 г.; см. Срезн. I, 1268), блр. канархаць просить , укр. канархати влачить жалкое существование . Из греч. κανοναρχῶ саnоnеs lеgеrе (Дюканж); см. Фасмер, Гр. ст. эт. 76, и… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ακανονάρχητος — η, ο και ακαλανάρχητος, η, ο [κανοναρχώ] 1. (τροπάριο) που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα* 2. μτφ. εκείνος που δεν τού δίνουν μονότονες και ενοχλητικές παραινέσεις 3. μτφ. όποιος λέει κάτι χωρίς να τού τό υπαγορεύουν άλλοι … Dictionary of Greek
καλαναρχώ — έω [καλανάρχος] 1. κανοναρχώ*, εκτελώ το έργο τού κανονάρχη 2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;») … Dictionary of Greek
καληναρχώ — βλ. κανοναρχώ … Dictionary of Greek
καλοναρχώ — έω βλ. κανοναρχώ … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek